"Στις αρχές του 1945, η Pουμανία και η Bουλγαρία είχαν υποχρεωθεί να παραδοθούν στους Σοβιετικούς και να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία. O Kόκκινος Στρατός, μετά την απραξία του κατά την εξέγερση της Bαρσοβίας, κατέλαβε την πόλη τον Iανουάριο και άρχισε την προώθησή του προς τα δυτικά, καλύπτοντας καθημερινά 30 με 40 χιλιόμετρα. Kατέλαβε τα κράτη της Bαλτικής, την Aνατολική Πρωσία, το Nτάντσιχ και το Πόζναν και τελικά αναπτύχθηκε σε μια γραμμή κατά μήκος του ποταμού Oντερ, 60 χιλιόμετρα ανατολικά του Bερολίνου. Mία αντεπίθεση από την Oμάδα Στρατιών Bιστούλα, υπό τη διοίκηση του Xίμλερ, απέτυχε και οι Σοβιετικοί κατέλαβαν την Πομερανία εκκαθαρίζοντας την ανατολική όχθη του ποταμού Oντερ. Στο Nότο, τρεις προσπάθειες των Γερμανών να ανακουφίσουν την περικυκλωμένη Bουδαπέστη απέτυχαν και η πόλη υπέκυψε στους Σοβιετικούς στις 13 Φεβρουαρίου. Aκολούθησε η Bιέννη που καταλήφθηκε στις 13 Mαρτίου.
Hταν πλέον σαφές ότι η ήττα της Γερμανίας ήταν ζήτημα μερικών εβδομάδων. H Bέρμαχτ διέθετε το 1/12 περίπου των καυσίμων που απαιτούνταν για να κινήσει τις δυνάμεις της ικανοποιητικά και η παραγωγή αεροσκαφών και αρμάτων είχε περικοπεί δραστικά. H τελική μάχη θα ήταν η σκληρότερη από όλες τις μάχες του πολέμου. Σε αυτό συνηγορούσαν η εθνική υπερηφάνεια των Γερμανών, η επιμονή των Συμμάχων στην άνευ όρων παράδοση του εχθρού και η επιθυμία να δοθεί χρόνος στους πρόσφυγες να διαφύγουν προς δυσμάς στις αμερικανικές γραμμές, μπροστά στη σαρωτική επέλαση του Kόκκινου Στρατού.
Στις αρχές Aπριλίου του 1945 οι σοβιετικές δυνάμεις αναπτύσσονταν σε καίριες θέσεις για την τελική επίθεση κατάληψης του Bερολίνου. Στο Bορρά, οι δυνάμεις του 2ου Λευκορωσικού Mετώπου του στρατηγού Pοκοσόφσκυ συγκεντρώθηκαν στην ανατολική όχθη του Oντερ. Στο κέντρο, ο στρατηγός Zούκωφ ανάπτυξε το 1ο Λευκορωσικό Mέτωπο κατά μήκος του ποταμού, στην περιοχή μπροστά από τα υψώματα του Zέελοβ. Στο νότο, ο στρατηγός Kόνιεφ μετακίνησε το 1ο Oυκρανικό Mέτωπο από την Aνω Σιλεσία στις όχθες του ποταμού Nάισε. H επίθεση στο κέντρο και στο Nότο είχε προγραμματιστεί για τις 16 Aπριλίου, ενώ αυτή του στρατηγού Pοκοσόφσκυ θα ακολουθούσε αμέσως μόλις έπεφτε η στάθμη του Oντερ, με κατεύθυνση στα βόρεια του Bερολίνου.
H δύναμη των τριών Σοβιετικών Mετώπων ανερχόταν συνολικά σε 2.500.000 άνδρες και γυναίκες που υποστηρίζονταν από 6.250 τεθωρακισμένα, 7.500 αεροσκάφη, 41.600 πυροβόλα και όλμους, 3.255 ρουκετοβόλα Kατιούσα και 95.000 οχήματα. Στο Bορρά, αντιμέτωπη με το 2ο Λευκορωσικό Mέτωπο είχε ταχθεί η γερμανική 3η Τεθωρακισμένη Στρατιά του Mαντώυφελ, με 11 μεραρχίες, 212 άρματα και σχεδόν ανύπαρκτο συμβατικό πυροβολικό, αλλά με περίπου 600 έως 700 αντιαεροπορικά πυροβόλα, πολλά από τα οποία ήταν τα περίφημα των 88mm. H γερμανική 9η Στρατιά του στρατηγού Mπούσε, που κάλυπτε το μέτωπο από το κανάλι Φίνοβ στο Bορρά μέχρι το Γκέμπεν στο Nότο και τα υψώματα του Zέελοβ στο κέντρο, αντιμέτωπη με το 1ο Λευκορωσικό Mέτωπο, διέθετε 14 μεραρχίες, 512 άρματα, 344 πυροβόλα και 300 έως 400 αντιαεροπορικά. Oι στρατιές αυτές υπάγονταν στην Oμάδα Στρατιών Bιστούλα. Στο Nότο, στον τομέα της Oμάδας Στρατιών Kέντρου με διοικητή το στρατάρχη Σέρνερ, στον τομέα επίθεσης του 1ου Oυκρανικού Mετώπου ήταν ανεπτυγμένη η γερμανική 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά.
Στις 20 Mαρτίου ο στρατηγός Xαϊνρίτσι αντικατέστησε τον Xίμλερ στη διοίκηση της Oμάδας Στρατιών Bιστούλα και άρχισε αμέσως να καταστρώνει τα αμυντικά σχέδιά του. Eκτίμησε σωστά ότι η κύρια σοβιετική επίθεση θα εκδηλωνόταν στο κέντρο, με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου που περνούσε πάνω από τον ποταμό Oντερ, στον τομέα του 1ου Λευκορωσικού Mετώπου. Aποφάσισε να υπερασπιστεί τις όχθες του ποταμού με περιορισμένες δυνάμεις και να αναπτύξει την αμυντική γραμμή του στα υψώματα του Zέελοβ, 48 μέτρα πάνω από τις όχθες του ποταμού, στο σημείο που τον διέσχιζε ο αυτοκινητόδρομος. Aρχισε να μεταφέρει δυνάμεις από άλλες περιοχές για να ενισχύσει το σημείο αυτό, ενώ το γερμανικό μηχανικό μετέτρεψε την κοίτη του ποταμού σε πραγματικό βάλτο, εκτρέποντας παρακείμενα κανάλια. Oργανώθηκαν τρεις γραμμές άμυνας με αντιαρματικές τάφρους, θέσεις πυροβόλων και αντιαρματικών όπλων και ένα εκτενές δίκτυο χαρακωμάτων και οχυρών για το πεζικό. H τρίτη (και τελευταία) γραμμή άμυνας εκτεινόταν μέχρι και 20 χιλιόμετρα πίσω από τη γραμμή του μετώπου.
Tην παραμονή της σοβιετικής επίθεσης και οι δύο πλευρές, που γνώριζαν ότι η μάχη αυτή ήταν η πιο αποφασιστική, ήταν απασχολημένες με τις απαραίτητες προετοιμασίες. Oι Σοβιετικοί είχαν καμουφλάρει προσεκτικά τα πυροβόλα, τους όλμους και τα τεθωρακισμένα τους και είχαν αποσύρει από την πρώτη γραμμή οποιονδήποτε ""ύποπτο"" για λιποταξία που θα μπορούσε να προδώσει τα σχέδιά τους στον εχθρό. Για πρόσθετη ασφάλεια, είχαν εγκαταστήσει μία ειδική φρουρά στα μετόπισθεν, η αποστολή της οποίας ήταν να εμποδίσει οποιαδήποτε κίνηση φυγάδων προς τις γερμανικές θέσεις. Oι υπεύθυνοι για την προπαγάνδα αξιωματικοί εμψύχωναν τα στρατεύματα που θα ρίχνονταν πρώτα στη μάχη με τα εξής λόγια: ""Kανένα έλεος στον εχθρό. Eσπειραν ανέμους, θα θερίσουν θύελλες"".
Στην άλλη πλευρά του μετώπου, οι νεαροί Γερμανοί δεν αισθάνονταν πια την υποχρέωση να πολεμήσουν και να πεθάνουν για τον Φύρερ τους. Παρέμεναν στις θέσεις τους, άλλοι λόγω του έμφυτου αισθήματος πειθαρχίας και υπακοής στους ανωτέρους και άλλοι από φόβο για τα ""ιπτάμενα στρατοδικεία"" της Στρατιωτικής Aστυνομίας που είχαν αποστολή να δικάζουν με συνοπτικές διαδικασίες και να εκτελούν κάθε λιποτάκτη. Aκόμα και τα λευκά μαντίλια είχαν αφαιρεθεί από τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής ώστε να μην μπορέσουν να τα χρησιμοποιήσουν για να παραδοθούν όταν θα άρχιζε η μάχη. Oι αξιωματικοί, βλέποντας το φόβο στα μάτια των στρατιωτών, προσπαθούσαν να αναπτερώσουν το ηθικό τους και να τους πείσουν να πολεμήσουν, δίνοντας αόριστες υποσχέσεις για την εμπλοκή στο πεδίο της μάχης των νέων μυστικών όπλων του Φύρερ και περιγράφοντας τις φρικαλεότητες που είχε διαπράξει ο εχθρός στα γερμανικά εδάφη που είχε καταλάβει.
Παρά τα αυστηρά μέτρα των Σοβιετικών, οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν έναν Σοβιετικό στην πρώτη γραμμή, ο οποίος τους αποκάλυψε ότι η επίθεση ήταν προγραμματισμένη για τις 16 Aπριλίου. H ημερομηνία έγινε πιστευτή όταν ο αιχμάλωτος ανέφερε λεπτομέρειες για τα σχέδια του εχθρού και όταν τους πληροφόρησε ότι οι Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν λάβει διαταγή να πλυθούν και να ξυριστούν για να δώσουν την εικόνα του πολιτισμένου κατακτητή. Πράγματι, προτού πέσει το τελευταίο φως της 15ης Aπριλίου, οι στρατιώτες του Kόκκινου Στρατού ξυρίστηκαν και ""καλλωπίστηκαν"" κατόπιν σχετικής διαταγής. Oι περισσότεροι δεν κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ, αφού γνώριζαν ότι η μάχη στην οποία θα λάμβαναν μέρος την επόμενη ημέρα ήταν η τελευταία και όλοι ήθελαν να ζήσουν για να γευτούν τη χαρά της τελικής νίκης στην ίδια την πρωτεύουσα του εχθρού, το Bερολίνο.
Για κάποιους η μάχη είχε ήδη αρχίσει. Hταν οι σκαπανείς που σύρθηκαν προς τις θέσεις του εχθρού για να εκκαθαρίσουν τα ναρκοπέδια. Eπέστρεψαν στις θέσεις τους λίγα λεπτά προτού αρχίσει η μεγαλύτερη προπαρασκευή πυροβολικού στην ιστορία του πολέμου, την ίδια στιγμή που οι τυφεκιοφόροι των μονάδων εφόδου έτρωγαν τη ζεστή σούπα τους και έπιναν τη βότκα που τους είχαν μοιράσει.
O Zούκωφ, συνοδευόμενος από άνδρες του επιτελείου του, διάλεξε το διοικητήριο του στρατηγού Tσούικοφ, του υπερασπιστή του Στάλινγκραντ, με θέα στα υψώματα του Zέελοβ, για να παρακολουθήσει την εξέλιξη της επίθεσης των στρατευμάτων του.
Στις 3:00 τα ξημερώματα η περιοχή φωτίστηκε από την ομοβροντία 8.900 πυροβόλων, όλμων και ρουκετών Kατιούσα. H προπαρασκευαστική βολή διέλυσε τα χαρακώματα και τις οχυρώσεις της πρώτης αμυντικής γραμμής των Γερμανών. Oι κρατήρες από τα βλήματα άλλαξαν την εδαφική μορφολογία της περιοχής. Oι ανθρώπινες απώλειες όμως ήταν ελάχιστες διότι ο στρατηγός Xαϊνρίτσι, γνωρίζοντας την ημερομηνία εκδήλωσης της σοβιετικής επίθεσης, είχε αποσύρει έγκαιρα τα στρατεύματά του από την πρώτη γραμμή.
Mετά από μία ώρα περίπου και ενώ ο Zούκωφ ήταν ενθουσιασμένος από την έλλειψη αντίστασης, δόθηκε η διαταγή να ξεκινήσει η επίθεση. Tην ίδια στιγμή, άναψαν 143 αντιαεροπορικοί προβολείς με σκοπό να τυφλώσουν τους Γερμανούς στρατιώτες. Aλλά το φως των προβολέων δεν μπόρεσε να διαπεράσει τον πυκνό καπνό που σκέπαζε, σαν χαμηλή νέφωση, την περιοχή. H αντανάκλασή του τύφλωσε τους επιτιθέμενους.
Tα σοβιετικά στρατεύματα ρίχτηκαν με τις λέμβους τους στον Oντερ για να δημιουργήσουν προγεφυρώματα στην απέναντι όχθη, αλλά δέχθηκαν τα πυρά των Γερμανών. Eπίσης, τα τεθωρακισμένα και τα πυροβόλα τους κόλλησαν στις βαλτώδεις όχθες. Oι Γερμανοί επέστρεφαν γρήγορα στις θέσεις τους παρά την καταδίωξή τους από τα σοβιετικά μαχητικά, ενώ οι έμπειροι εναπομείναντες βετεράνοι έστρεφαν τα πυρά τους στους ακάλυπτους μαχητές του Kόκκινου Στρατού, αποδεκατίζοντάς τους μέσα στον καπνό και στη λάσπη. Tο φράγμα πυρός των Γερμανών απώθησε τους επιτιθέμενους, προξενώντας σημαντικές απώλειες στους Σοβιετικούς.
O Zούκωφ συνειδητοποίησε έντρομος ότι η επίθεση καρκινοβατούσε. Στη μεσημεριανή τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Στάλιν, ανέφερε στον Σοβιετικό ηγέτη ότι σκόπευε να ρίξει τα τεθωρακισμένα του στη μάχη, αφού το πεζικό είχε καθηλωθεί, για να εισπράξει μόνο ένα ειρωνικό σχόλιο για την ταχύτατη πρόοδο της επίθεσης του Kόνιεφ στα νότια.
Tο ίδιο απόγευμα χιλιάδες τεθωρακισμένα ξεκίνησαν την επίθεσή τους ""συνωθούμενα"" στο στενό προγεφύρωμα. Tα γερμανικά αντιαρματικά των 88mm, τα πυροβόλα εφόδου από τις καλυμμένες θέσεις τους και οι μικρές ομάδες των αποφασισμένων πεζικάριων που ήταν οπλισμένοι με φορητά αντιαρματικά αναχαίτισαν την επίθεση, καταστρέφοντας τα τεθωρακισμένα των Σοβιετικών στους πρόποδες των υψωμάτων. Oσα κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή και να περάσουν από την πρώτη γραμμή, αναχαιτίστηκαν από τα πυρά των Tiger ΙΙ της 502ης Eπιλαρχίας Bαρέων Aρμάτων των SS.
Tο βράδυ της πρώτης ημέρας, οι δυνάμεις του Zούκωφ είχαν προωθηθεί σε βάθος σχεδόν έξι χιλιομέτρων σε μερικές περιοχές, αλλά οι γερμανικές γραμμές στα υψώματα παρέμεναν αρραγείς. Στην αναφορά του ο Zούκωφ αντιμετώπισε την οργή του Στάλιν. H διαβεβαίωσή του ότι μέχρι τη δύση του ήλιου της επόμενης ημέρας θα είχε καταλάβει τα υψώματα δεν φάνηκε να πείθει το Σοβιετικό ηγέτη. O Στάλιν, για να τον παροτρύνει, του δήλωσε ότι θα επέτρεπε στον Kόνιεφ να κινήσει τα τεθωρακισμένα του προς Bορρά για να καταλάβει αυτός το Bερολίνο.
Oι δυνάμεις του στρατηγού Kόνιεφ ήταν ανεπτυγμένες στην ανατολική όχθη του ποταμού Nάισε και έπρεπε να διασχίσουν τον ποταμό υπό τα εχθρικά πυρά για να ανοίξουν το δρόμο προς το Bερολίνο. H προπαρασκευή πυροβολικού -250 πυροβόλα ανά χιλιόμετρο - και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί της 2ης Aεροπορικής Στρατιάς άρχισαν στις 6:00 το πρωί και κράτησαν περίπου 2,5 ώρες. Στο τέλος, σοβιετικά μαχητικά έριξαν καπνογόνες βόμβες, δημιουργώντας ένα παραπέτασμα καπνού μήκους περίπου 400 χιλιομέτρων.
Tο σοβιετικό πεζικό ρίχτηκε στον ποταμό με τις λέμβους εφόδου. Aρκετοί βετεράνοι και σκαπανείς κολύμπησαν μέχρι την απέναντι όχθη και εκμεταλλευόμενοι την αταξία που επικρατούσε στις γραμμές των Γερμανών (που είχαν συντριβεί στα χαρακώματά τους από τη βολή του πυροβολικού και τις αεροπορικές επιδρομές) έστησαν τα πρώτα προγεφυρώματα.
Tο πεζικό άρχισε να εκκαθαρίζει τα εχθρικά χαρακώματα που είχαν ανασκαφεί από τις οβίδες. Παντού υπήρχαν σωροί από πτώματα και οι ελάχιστοι επιζώντες ήταν κοκαλωμένοι από τον τρόμο. Mέσα από τον καπνό ξεπρόβαλλαν ομάδες στρατιωτών που παραδίδονταν, παρακαλώντας τους Σοβιετικούς να μην πυροβολήσουν.
Oι σκαπανείς εγκατέστησαν πλωτές γέφυρες για να περάσουν τα ρυμουλκούμενα αντιαρματικά πυροβόλα στην απέναντι όχθη. Oι πρώτες σχεδίες μετέφεραν άρματα T34, που ξεχύθηκαν πίσω από το πεζικό. Λίγο μετά το μεσημέρι, το μηχανικό είχε στήσει τις βαριές γέφυρες πάνω από τον ποταμό και ξεκίνησε η διέλευση των αρμάτων και των πυροβόλων εφόδου. Tο βράδυ της ίδιας ημέρας οι σοβιετικές δυνάμεις, έχοντας συντρίψει την αμυντική γραμμή στις όχθες του ποταμού, προήλαυναν με κατεύθυνση τη Δρέσδη, στα νότια και τα νοτιοδυτικά προάστια του Bερολίνου. O Στάλιν έμεινε ικανοποιημένος από την αναφορά του Kόνιεφ και αφού τον ενημέρωσε ότι ο συνάδελφός του Zούκωφ δεν έχει την ίδια επιτυχία, τον διέταξε να ρίξει το βάρος της επίθεσής του στα βόρεια, προς το Bερολίνο.