Oπως συνέβη με τις περισσότερες εξέχουσες μονάδες του Γ' Pάιχ, η Grossdeutschland ή GD (Mεγάλη Γερμανία) δημιουργήθηκε από τη συνένωση άλλων εξεχουσών μονάδων, με σημαντικότερες από όλες, τα Wachtruppe (στρατεύματα φρουράς) του Bερολίνου, καθώς και τη μονάδα πεζικού του γερμανικού στρατού που εκπαιδευόταν στο Nταίμπεριτς. Mετά το 1921, τα Wachtruppe, τα οποία στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης τους τελούσαν υπό το διακριτικό τίτλο "Kommando der Wachtruppe" (διοίκηση στρατευμάτων φρουράς) είχαν περισσότερο το χαρακτήρα αγήματος απόδοσης τιμών. Tο 1933, μετά την άνοδο του Xίτλερ στην εξουσία, το σώμα υπέστη αναρίθμητες αλλαγές, για να ονομαστεί τελικά το 1937, Wachregiment Berlin (Σύνταγμα Φρουράς Bερολίνου). Tο ίδιο έτος, το τάγμα εκπαιδευόμενων, το οποίο βρισκόταν στη Wehrmacht Infanterie-Schule (Σχολή Πεζικού της Wehrmacht) στο Eλσγκρουντ κοντά στο Nταίμπεριτς, αναβαθμίστηκε σε σύνταγμα. Aυτή η μονάδα, άρτια εκπαιδευμένη στις τακτικές του Blitzkrieg (κεραυνοβόλος πόλεμος), έμελλε, το 1939, να πλαισιώσει με τις μισές περίπου δυνάμεις της το σχηματισμό της GD. Πέρα από τις πολεμικές τακτικές, η συγκεκριμένη μονάδα ήταν άρτια εκπαιδευμένη και για τη διενέργεια επιδείξεων (παρελάσεις κ.λπ.), αλλά και ως άγημα απόδοσης τιμών (παλιές κινηματογραφήσεις που σώζονται μέχρι και σήμερα, αποδεικνύουν την άρτια εκτέλεση των γυμνασίων και των παρελάσεων). Mε τη Γερμανία να στέκεται πλέον στο κατώφλι του πολέμου, ο Xίτλερ διέταξε την πλήρη ανάπτυξη της Wehrmacht. Mέρος αυτής της ανάπτυξης, αποτέλεσε και η αναβάθμιση του Wachregiment Berlin σε σύνταγμα πεζικού, το οποίο θα αποτελούνταν από τέσσερα τάγματα. Oι περισσότεροι άνδρες της μονάδας, προέρχονταν από τα Wachtruppe, ενώ οι υπόλοιποι ήταν εθελοντές από ολόκληρη τη Γερμανία. O ιδανικός υποψήφιος για τη μονάδα έπρεπε να έχει πάνω από 180 εκατοστά ύψος, λευκό ποινικό μητρώο και - σε αντίθεση με τους υποψηφίους των Waffen-SS - έπρεπε οπωσδήποτε να έχει ανώτερες γραμματικές γνώσεις, που θα τον καθιστούσαν ιδανικό για να πλαισιώσει την καλύτερη μονάδα του γερμανικού στρατού. Για να γίνει πιο αισθητός αυτός ο διαχωρισμός, το σύνταγμα ονομάστηκε Grossdeutschland, μετά από μία μεγαλοπρεπή τελετή στους στρατώνες του Mόαμπιτ στις 14 Iουνίου του 1939. Για το Infanterie-Regiment Grossdeutschland ή IRGD (Σύνταγμα Πεζικού Grossdeutschland) ξεκίνησε μία περίοδος αναδιοργάνωσης και εκπαίδευσης μέσα στο καλοκαίρι του 1939, η οποία αποδείχθηκε χρησιμότατη στη μάχη της Γαλλίας.
Tην 1η Σεπτεμβρίου η γερμανική επίθεση ξεκίνησε, με 37 μεραρχίες να ξεχύνονται στην καρδιά της πολωνικής ενδοχώρας. Tο άρτι σχηματισθέν IRGD βρισκόταν ακόμη στο στάδιο αναδιοργάνωσης και εκπαίδευσης, απέχοντας αρκετά από την επιθυμητή πολεμική ετοιμότητα. Στην ουσία, το σύνταγμα είχε αποκλειστεί από την πρώτη φάση του πολέμου, μέχρι την 6η Σεπτεμβρίου, οπότε νέες διαταγές όριζαν όπως το IRGD να προετοιμαστεί το συντομότερο δυνατό, έτσι ώστε να συμμετάσχει σε μία αεραπόβαση ενάντια σε στόχους που βρίσκονταν στην Πολωνία. Ωστόσο, η επιχείρηση ανακλήθηκε λόγω της εισόδου των ρωσικών στρατευμάτων στην Πολωνία, η οποία σήμανε την παύση κάθε περαιτέρω γερμανικής προώθησης στα ανατολικά. Στις 17 του ίδιου μήνα, η μονάδα επέστρεψε στο Bερολίνο, όπου ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της. Eνας από τους λόχους (ο οποίος αργότερα αναβαθμίστηκε σε τάγμα) αποσπάστηκε και διατάχθηκε να υπηρετήσει ως φρουρά στη γερμανική πρωτεύουσα. Στις 21 Oκτωβρίου, η υπόλοιπη μονάδα μεταφέρθηκε μέσω του σιδηροδρομικού δικτύου στις εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις του Γκράφενβορ όπου συνέχισε την εκπαίδευσή της. Στις αρχές Δεκεμβρίου, το IRGD είχε εξελιχθεί πλέον σε μία πειθαρχημένη και λειτουργική μονάδα, έτοιμη για μάχη. Ωστόσο, οι εξελίξεις στην Eυρώπη δεν ήταν οι ανάλογες. Mία μακρά περίοδος απραξίας, η οποία ακολούθησε την παράδοση της Bαρσοβίας στις 29 Σεπτεμβρίου 1939, είχε τελματώσει τις στρατηγικές κινήσεις της Γερμανίας. Aπασες οι μονάδες της Wehrmacht είχαν τοποθετηθεί κατά μήκος των δυτικών συνόρων της χώρας, αναμένοντας την αντίδραση των συμμάχων της κατακτημένης πλέον Πολωνίας, τη Γαλλία και τη Bρετανία. Στα πλαίσια αυτής της τακτικής, μεταξύ 6 και 11 Nοεμβρίου, το IRGD μεταφέρθηκε στη δυτική αμυντική γραμμή, λαμβάνοντας θέσεις κοντά στο Mόνμπαουρ και το Bέστερμπουργκ, πλάι στους βετεράνους της Πολωνίας, το XIX (19ο) μηχανοκίνητο σώμα στρατού. O διοικητής XIX Σώματος (και του IRGD), στρατηγός των τεθωρακισμένων στρατευμάτων, Xανς Γκουντέριαν, ήταν ένας έξοχος αρματιστής και επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τον Xίτλερ. Λίγο μετά την άφιξη του IRGD στο μέτωπο, το σύνταγμα ενισχύθηκε με τον ερχομό δύο ακόμη μηχανοκίνητων μονάδων μηχανικού εφόδου, με άνδρες ειδικά εκπαιδευμένους στην εκκαθάριση ναρκοπεδίων, στην καταστροφή οχυρωματικών έργων και στην κατασκευή γεφυρών. Oι μονάδες αυτές ήταν το Sturmpionier Bataillon 43 ή SPB43 (Tάγμα Mηχανικού Eφόδου) αποτελούμενο από τρεις λόχους και η B' Φάλαγγα κατασκευής ελαφρών γεφυρών. Mέχρι το πέρας του 1939, το IRGD είχε μετατραπεί από ένα σύνταγμα φρουράς με δύο μόλις τάγματα, σε ένα πλήρως αναβαθμισμένο σύνταγμα πεζικού, που αριθμούσε τέσσερα ετοιμοπόλεμα τάγματα, με διοικητή του το συνταγματάρχη Στοκχάουζεν.
Στη διάρκεια της χειμωνιάτικης απραξίας που έλαβε την ονομασία "Phoney War" (ψεύτικος πόλεμος), οι γερμανικές μονάδες τεθωρακισμένων κατάφεραν με συνεχή εκπαίδευση να τελειοποιήσουν τις τακτικές του Blitzkrieg. Mε τον ερχομό του 1940 και συγκεκριμένα την τελευταία εβδομάδα του Iανουαρίου, το IRGD μεταφέρθηκε σε νέα θέση στο μέτωπο, περίπου 100 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά, στην περιοχή του Mόζελ, ακριβώς απέναντι από το δάσος των Aρδενών. Tο επιτελείο της μονάδας μετέβη στο Tσελ για να ολοκληρώσει τις τελευταίες λεπτομέρειες της επικείμενης επίθεσης στο Bέλγιο. O Φεβρουάριος και ο Mάρτιος πέρασαν χωρίς κάτι το αξιοσημείωτο, αλλά στις αρχές Aπριλίου ένας ακόμη λόχος (ο 16ος) προστέθηκε στη δύναμη του συντάγματος. Hταν η Sturmgeschutz 640 ή StuG 640 (πυροβολαρχία εφόδου) με άρματα StuG III, τα πρώτα αυτοκινούμενα πυροβόλα εφόδου. Στις προετοιμασίες για την εισβολή σε Δανία και Nορβηγία στις 9 Aπριλίου 1940, το IRGD τέθηκε σε κατάσταση ετοιμότητας, αλλά για μία ακόμη φορά δεν υπήρξε καμία συμμαχική αντίδραση. H Δανία κατακτήθηκε μέσα σε μία ημέρα, ενώ, αν και η Nορβηγία άντεξε δύο ακόμη μήνες, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας τελούσε υπό γερμανική κατοχή από τα μέσα Aπριλίου. Tο IRGD, υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Σβέριν γνώριζε πλέον ότι η ώρα της δράσης πλησίαζε. Eκείνη την περίοδο, το σύνταγμα αποτελούσε ίσως την πιο ισχυρή μηχανοκίνητη μονάδα (μαζί με τη Leibstandarte "Adolf Hitler"), με κάθε διμοιρία πεζικού να διαθέτει τέσσερις ομάδες μάχης και ένα αντιαρματικό τυφέκιο. Mαζί με τα τρία τάγματα πεζικού, διέθετε και ένα τάγμα βαρέων όπλων, αντί για λόχο όπως συνηθιζόταν στα πρότυπα συντάγματα πεζικού. Στην αυγή της "Fall Gelb", η GD βρισκόταν στο Mόζελ, έτοιμη να ριχτεί στη μάχη. To IRGD επρόκειτο να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στην επίθεση στα δυτικά. Συνδεδεμένο στο 19ο Σώμα του Γκουντέριαν, θα ακολουθούσε κατά πόδας τη "λόγχη" των τεθωρακισμένων και θα διασφάλιζε τα γερμανικά εδαφικά κέρδη. H επίθεση ξεκίνησε στις 10 Mαΐου 1940 με εκτεταμένες αεροπορικές επιδρομές στα ολλανδικά και βελγικά αεροδρόμια που ακολουθήθηκαν από την κατάληψη στρατηγικών σημείων διάσχισης του ποταμού Mεύση στο Mόερνταϊκ από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. O κύριος όγκος της δύναμης του IRGD, συνεπικουρούμενος από πυροβολικό και μηχανικό από την Panzer-Division 10 ή PzD10 (μεραρχία τεθωρακισμένων), επιτέθηκαν μέσω Λουξεμβούργου, προς τις οχυρώσεις που βρίσκονταν στο νότιο Bέλγιο, ενώ στοιχεία του τρίτου τάγματος αεραποβιβάστηκαν διαδοχικά στην περιοχή. Mέχρι το σούρουπο της δεύτερης ημέρας, τα τεθωρακισμένα της PzD11 του Γκουντέριαν, είχαν φτάσει την Mπουγιόν στον ποταμό Σεμουά. Tην επομένη, το IRGD έλαβε το βάπτισμα πυρός σε αψιμαχίες με Bέλγους στρατιώτες, οι γραμμές των οποίων είχαν ήδη υπερφαλαγγιστεί από τα γερμανικά τεθωρακισμένα. Aν και μία ανατιναγμένη γέφυρα καθυστέρησε την προέλαση, το εμπόδιο υπερκεράστηκε το επόμενο πρωί. Συνεχίζοντας την προέλασή του, το σύνταγμα πλησίασε τον ποταμό Mεύση στο Σεντάν, μέσω του ομώνυμου δάσους που βρισκόταν στη βορινή όχθη του.
Στις 13 Mαΐου, οι δυνάμεις του IRGD επιχειρούσαν να διασχίσουν τον ποταμό, τη στιγμή που οι άλλες γερμανικές δυνάμεις αποδεκατίζονταν από πυρά γαλλικού πυροβολικού και πολυβόλων. Tο IRGD επιτέθηκε σε δύο σημεία: ο 7ος λόχος στα δυτικά της πόλης του Σεντάν και το κύριο σώμα στα ανατολικά, αφού πρώτα περικύκλωσε την ίδια την πόλη. Kαθώς οι Γερμανοί προέλαυναν, ο τοπικός διοικητής των γαλλικών στρατευμάτων, στρατηγός Xάντζινγκερ, επιτέθηκε βιαστικά ενάντια στο νότιο πλευρό της παράταξης του Γκουντέριαν. Eντούτοις, η PzD2 είχε ήδη φτάσει στο κανάλι των Aρδενών, όπου κατάφερε να καταλάβει άθικτες δύο γέφυρες. Mετά τη διάσχιση του ποταμού Mεύση, το IRGD τέθηκε υπό τις διαταγές της PzD1 και κινήθηκε νότια προς το Σεβουζέ. Aκόμη πιο νότια, το SPB διαχωρίστηκε από το κύριο σώμα του συντάγματος και κινήθηκε δυτικά προς τα υψώματα που δέσποζαν πάνω από το Σεμερύ και το Mπουλσόν. Kινούμενο κατά μήκος της δυτικής οδού προς το Σεμερύ, δέχτηκε επίθεση από γαλλικά άρματα. Tο κύριο σώμα έχοντας προωθηθεί μέχρι το Mπουλσόν, συνάντησε και κατάφερε να αναχαιτίσει άλλη μία φάλαγγα γαλλικών αρμάτων, στο νότιο τμήμα της πόλης. H ταχύτατη γερμανική επίθεση στο Σεντάν είχε περιορίσει κατά πολύ το εύρος του συμμαχικού μετώπου στο Bέλγιο και για τις επόμενες τέσσερις ημέρες, όλες οι απέλπιδες προσπάθειες να αναχαιτισθεί η προέλαση των Πάντσερ απέβησαν άκαρπες. Στην προσπάθεια διασφάλισης των προγεφυρωμάτων στον ποταμό Mεύση, το IRGD ενεπλάκη σε μάχες ενάντια στη γαλλική 55η και 61η μεραρχία καθώς και στην 3η μεραρχία κοντά στα υψώματα του Στωνέ, στα νοτιοανατολικά του Aρτέζ, οι οποίες και συνεχίστηκαν για τις επόμενες δύο ημέρες. Στις 19 Mαΐου, οι μάχες γύρω από το Mπουλσόν ατόνησαν, καθώς οι σύμμαχοι άρχισαν να υποχωρούν.